τοξικός
Προφορά
Ετυμολογία
τοξικός αρχαία ελληνική τοξικόν (φάρμακον) (= δηλητήριο με το οποίο άλειφαν τα βέλη)
Ερμηνεία
└επίθετο┘ τοξικός -ή, -ό
✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δηλητήριο, δηλητηριώδης
✦ (για ουσία) που μπορεί να προκαλέσει βλάβη σε ζωντανό οργανισμό
✦ που προκαλείται ή δημιουργείται από τέτοια ουσία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–