τοξευτής


τοξευτής
Προφορά

Ετυμολογία
τοξευτής αρχαία ελληνική τοξευτής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τοξευτής

✦ θηλ. τοξεύτρα (Κ τοξεύτρια) ο τοξότης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.