τοξίνη
Προφορά
Ετυμολογία
τοξίνη └γαλλ┘ toxine
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η τοξίνη
✦ (ιατρ.) τοξική ουσία που προέρχεται από ζωντανό οργανισμό (βακτήρια, μύκητες, αρθρόποδα, ερπετά κτλ.) και μπορεί να προκαλέσει παθολογικές καταστάσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–