τοξίκωση


τοξίκωση
Προφορά

Ετυμολογία
τοξίκωση └αγγλ┘toxicosis

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τοξίκωση

(ιατρ.) αρρώστια ή κατάσταση που προέρχεται από τη δράση ή ενέργεια τοξικών ουσιών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.