τονικότητα
Προφορά
Ετυμολογία
τονικότητα τονικός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η τονικότητα
✦ η ιδιότητα του τονικού
✦ (μουσ.) η σχέση των συγχορδιών προς τη βασική συγχορδία
✦ (φυσιολ.) η ιδιότητα των μυών να βρίσκονται σε διαρκή και ελαστική τάση, ανεξάρτητα από τις μυϊκές συστολές
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–