τονικός
Προφορά
Ετυμολογία
τονικός αρχαία ελληνική τονικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ τονικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στον τόνο ή τον τονισμό: τονικό σημάδι – τονικό σύστημα
✦ τονωτικός, δυναμωτικός |(ιατρ.) τονικός σπασμός, που προκαλεί σύσπαση των μυών μόνιμη και όχι διαλείπουσα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
κλονικός
Επιρρήματα
–