τομογραφία


τομογραφία
Προφορά

Ετυμολογία
τομογραφία └διεθν┘tomografie, από τις └ελλ┘ λ. τόμος (= τμήμα) + (ραδιο)γραφία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τομογραφία

✦ διαγνωστική μέθοδος κατά την οποία λαμβάνεται εικόνα τομών του ανθρώπινου σώματος, σε διάφορα επίπεδα, ά. αξονική τομογραφία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.