τομογράφος


τομογράφος
Προφορά

Ετυμολογία
τομογράφος πρβλ. τομογραφία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τομογράφος

✦ συσκευή με την οποία ενεργούνται τομογραφίες (βλ. λ.) , ά. αξονικός τομογράφος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.