τομάρι
Προφορά
Ετυμολογία
τομάρι μεσαιωνική ελληνική τομάρι(ο)ν, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού τόμος (= μεμβράνη)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τομάρι
✦ δορά, δέρμα
✦ (συνεκδ.) το σώμα του ανθρώπου, σαρκίο
✦ φρ. γλίτωσε το τομάρι του, τη ζωή του
✦ (μτφ. ) παλιάνθρωπος, χοντρόπετσος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–