τολμητής


τολμητής
Προφορά

Ετυμολογία
τολμητής αρχαία ελληνική τολμητής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τολμητής

✦ αυτός που τολμά, τολμηρός, ριψοκίνδυνος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.