τοκοχρεολύσιο


τοκοχρεολύσιο
Προφορά

Ετυμολογία
τοκοχρεολύσιο τόκος + χρεολύσιον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το τοκοχρεολύσιο

✦ ποσό που δίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα για απόσβεση τόκου και μέρους του δανειζομένου κεφαλαίου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.