τοκμάκι


τοκμάκι
Προφορά

Ετυμολογία
τοκμάκι └τουρκ┘tokmak

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το τοκμάκι

✦ ξύλινο σφυρί
✦ σιδερένιος, κοντός κόπανος των κρεοπωλείων, για το μαλάκωμα και την πλάτυνση κρέατος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.