τοκίζω


τοκίζω
Προφορά

Ετυμολογία
τοκίζω αρχαία ελληνική τοκίζω

Ερμηνεία
ρήμα τοκίζω

✦ δανείζω χρήματα με τόκο
✦ (ειρων.) ζω χωρίς να δουλεύω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.