τοκάριθμος


τοκάριθμος
Προφορά

Ετυμολογία
τοκάριθμος τόκος + αριθμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τοκάριθμος

✦ το γινόμενο του κεφαλαίου επί τον αριθμό των ημερών κατά τις οποίες το κεφάλαιο αυτό δίνει τόκο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.