τμηματικός


τμηματικός
Προφορά

Ετυμολογία
τμηματικός τμήμα

Ερμηνεία
επίθετο┘ τμηματικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος σε τμήμα
✦ που γίνεται ή εκτελείται κατά τμήματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
τμηματικά (Κ τμηματικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.