τμήση
Προφορά
Ετυμολογία
τμήση αρχαία ελληνική τμῆσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η τμήση
✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του τέμνω, αποκοπή, κόψιμο
✦ (γραμμ.) ο αποχωρισμός της πρόθεσης από τη σύνθετη μ’ αυτήν λέξη και η παρεμβολή άλλων λέξεων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–