τμήμα
Προφορά
Ετυμολογία
τμήμα αρχαία ελληνική τμῆμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τμήμα
✦ αποκομμένο μέρος, τεμάχιο, κομμάτι
✦ μέρος, υποδιαίρεση συνόλου
✦ κλάδος δημόσιας υπηρεσίας και τα γραφεία της υπηρεσίας αυτής
✦ αστυνομικό τμήμα, ή απλώς τμήμα, αστυνομική υπηρεσία που η δικαιοδοσία της εκτείνεται σε μέρος της πόλης, καθώς και το οίκημα όπου η υπηρεσία αυτή εδρεύει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–