τιρκουάζ
Προφορά
Ετυμολογία
τιρκουάζ └γαλλ┘ turquoise
Ερμηνεία
τιρκουάζ
✦ άκλ. ουσ. κ. επίθ. ένυδρο φωσφορικό ορυκτό του χαλκού και του αργιλίου, με χρώμα ανοιχτό μπλε ή πράσινο, που χρησιμοποιείται ως πολύτιμος λίθος
✦ έντονο ανοιχτό μπλε χρώμα
✦ ως επίθ., αντικείμενο που έχει αυτό το χρώμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–