τιπούκειτος
Προφορά
Ετυμολογία
τιπούκειτος μεσαιωνική ελληνική τιπούκειτος, από τη συνεκφορά των λ. τι, πού, κείται
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο τιπούκειτος
✦ κατάλογος των βιβλίων, των τίτλων και των χωρίων των «Βασιλικών» (της μεγαλύτερης και πληρέστερης συλλογής της βυζαντινής νομοθεσίας)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–