τινάζω


τινάζω
Προφορά

Ετυμολογία
τινάζω ἐτίναξα, αόρ. του αρχαίου ελληνικού τινάσσω

Ερμηνεία
ρήμα τινάζω

✦ τραντάζω, κλονίζω
✦ εκσφενδονίζω, ρίχνω με ορμή
✦ χτυπώ ή σείω κάτι με δύναμη για να το απαλλάξω από κάτι: φρ. τινάζω το γιακά μου (σε ένδειξη απέχθειας ή ελεεινολογίας)
✦ (σε ποικίλες φρ. όπως): τινάζω στον αέρα, καταστρέφω με δυναμική ενέργεια ή σε ένδειξη απελπισίας – τα τίναξε ή τίναξε τα πέταλα – τα κώλα: πέθανε
✦ (μέσ.) τινάζομαι, αναπηδώ από τη θέση μου κυριευμένος από έντονο συναίσθημα, από φόβο, έκπληξη, χαρά, πετάγομαι πάνω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.