τιμώ
Προφορά
Ετυμολογία
τιμώ αρχαία ελληνική τιμάω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ τιμώ -άς, -ά
✦ απονέμω τιμή σε κάποιον, εκδηλώνω την εκτίμησή μου
✦ προσφέρω σε κάποιον κάτι σε έκφραση τιμής
✦ εξυψώνω: σε τιμά η ειλικρίνειά σου
✦ (μέσ.) τιμώμαι, έχω καθορισμένη αγοραστική αξία, στοιχίζω, κοστίζω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–