τιμωρώ


τιμωρώ
Προφορά

Ετυμολογία
τιμωρώ αρχαία ελληνική τιμωρέω-ῶ

Ερμηνεία
τιμωρώ

✦ -είς, -εί κ. -άς, -ά ρ. (τιμώρ-ησα, -ήθηκα, -ημένος) επιβάλλω τιμωρία, κολάζω
✦ εκδικούμαι
✦ (συνεκδ.) βασανίζω, ταλαιπωρώ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.