τιμητής


τιμητής
Προφορά

Ετυμολογία
τιμητής αρχαία ελληνική τιμητής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τιμητής

✦ στην αρχαία ελληνική Ρώμη, κήνσορας (βλ. λ.)
✦ επικριτής, επιτιμητής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.