τιμαριωτικός


τιμαριωτικός
Προφορά

Ετυμολογία
τιμαριωτικός τιμαριώτης

Ερμηνεία
επίθετο┘ τιμαριωτικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τα τιμάρια, φεουδαρχικός: τιμαριωτική ιδιοκτησία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.