τιμή


τιμή
Προφορά

Ετυμολογία
τιμή αρχαία ελληνική τιμή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τιμή

✦ ό,τι απονέμεται σε ένδειξη αναγνώρισης, σεβασμού: φρ. τιμής ένεκεν, σε εκδήλωση εκτιμήσεως, τιμητικά
✦ ό,τι εξυψώνει τον άνθρωπο στα μάτια των άλλων
✦ καλή φήμη, κοινωνική υπόληψη
✦ φρ. λόγος τιμής, βεβαίωση ή υπόσχεση της οποίας η διάψευση ή αθέτηση συνεπάγεται την απώλεια της υπόληψης
✦ (για γυν.) αγνότητα
✦ η αξία ενός πράγματος, το αντίτιμο
✦ επί των τιμών, πρόσωπο στην ιδιαίτερη ακολουθία ηγεμονίδας

Συνώνυμα

Αντίθετα
ατιμία
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.