τιμάριο
Προφορά
Ετυμολογία
τιμάριο μεσαιωνική ελληνική τιμάριον, └περσ┘ αρχής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τιμάριο
✦ φέουδο (βλ. λ.)
✦ τμήμα γης που παραχωρούσε ο σουλτάνος σε στρατιωτικό αξιωματούχο
✦ τσιφλίκι
✦ (μτφ. ) αρχή, εξουσία, θέση κτλ. που εκμεταλλεύεται κάποιος αυθαίρετα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–