τικ


τικ
Προφορά

Ετυμολογία
τικ └γαλλ┘ tic, λ. ονοματοπ.

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το τικ

✦ μυϊκός σπασμός του προσώπου, που επαναλαμβάνεται κατά διαστήματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.