τιγροειδής


τιγροειδής
Προφορά

Ετυμολογία
τιγροειδής μεταγενέστερη ελληνική τιγροειδής

Ερμηνεία
επίθετο┘ τιγροειδής -ής, -ές

✦ ο όμοιος με τίγρη, ο ραβδωτός όπως το δέρμα της τίγρης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.