τηρώ


τηρώ
Προφορά

Ετυμολογία
τηρώ αρχαία ελληνική τηρέω-ῶ (= φυλάγω)

Ερμηνεία
ρήμα τηρώ -είς, -εί

✦ διαφυλάγω κάτι αναλλοίωτο, διατηρώ: δεν τηρούνται πια οι παλιές συνήθειες
✦ ακολουθώ κάτι πιστά, συμμορφώνομαι με υποχρέωση: τηρώ τους νόμους – τις υποσχέσεις που έδωσα
✦ έχω αναλάβει ως έργο: η αστυνομία τηρεί την τάξη

Συνώνυμα

Αντίθετα
παραβαίνω, αθετώ
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.