τηρητής


τηρητής
Προφορά

Ετυμολογία
τηρητής μεταγενέστερη ελληνική τηρητής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τηρητής

✦ πρόσωπο που τηρεί, που ακολουθεί πιστά κάτι, που δεν το παραβαίνει: τηρητής του νόμου

Συνώνυμα

Αντίθετα
παραβάτης
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.