τηράω
Προφορά
Ετυμολογία
τηράω αρχαία ελληνική τηρῶ
Ερμηνεία
τηράω
✦ -άς, -ά κ. τηράω κ. τηράζω ρ. (τήραξα) κοιτάζω, βλέπω, παρατηρώ: θα μας χυθούν τα μάτια να τηράζουμε τη θάλασσα (Π. Πρεβελάκης)
✦ (συνεκδ.) προσέχω, επιβλέπω: και τήραξε αν αφτιάζεται η κόρη στ’ όνομά μου (Β. Ρώτας)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–