τηλεφωνήτρια


τηλεφωνήτρια
Προφορά

Ετυμολογία
τηλεφωνήτρια τηλεφωνώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τηλεφωνήτρια

✦ θηλ. τηλεφωνήτρια υπάλληλος δημόσιας ή ιδιωτικής υπηρεσίας που χειρίζεται τηλεφωνική συσκευή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.