τηλεκατευθυνόμενος


τηλεκατευθυνόμενος
Προφορά

Ετυμολογία
τηλεκατευθυνόμενος τηλε- + μτχ. ενεστ. του ρήματος κατευθύνομαι

Ερμηνεία
τηλεκατευθυνόμενος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (για σώματα σε τροχιά) που η κίνησή του ρυθμίζεται από μακριά: τηλεκατευθυνόμενα βλήματα
(μτφ. ) υποκινούμενος: τηλεκατευθυνόμενες ενέργειες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.