τηλεβόας


τηλεβόας
Προφορά

Ετυμολογία
τηλεβόας αρχαία ελληνική τηλεβόας

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τηλεβόας

✦ κωνικός σωλήνας που δυναμώνει τη φωνή του ομιλητή, ώστε να ακούγεται σε μεγάλη απόσταση, το χωνί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.