τηλαισθησία
Προφορά
Ετυμολογία
τηλαισθησία αρχαία ελληνική επίρρημα τῆλε (= μακριά) + αἰσθάνομαι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η τηλαισθησία
✦ αντίληψη γεγονότων ή αντικειμένων χωρίς τη βοήθεια των γνωστών αισθήσεων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–