τηλέμετρο
Προφορά
Ετυμολογία
τηλέμετρο └αγγλ┘telemeter
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τηλέμετρο
✦ οπτικό όργανο για τη μέτρηση της αποστάσεως που χωρίζει έναν παρατηρητή από απομακρυσμένο σημείο
✦ (γεν.) η λ. ως χαρακτηρισμός οργάνου για τη μέτρηση ενός μεγέθους σ’ έναν τόπο και μεταβίβαση του αποτελέσματος σ’ άλλον τόπο για καταγραφή του ή παρουσίαση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–