τηβεννοφόρος


τηβεννοφόρος
Προφορά

Ετυμολογία
τηβεννοφόρος τήβεννος + φέρω

Ερμηνεία
επίθετο┘ τηβεννοφόρος -ος, -ο

✦ αυτός που φέρει, που φοράει τήβεννο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.