τζόκεϊ


τζόκεϊ
Προφορά

Ετυμολογία
τζόκεϊ └αγγλ┘jockey

Ερμηνεία
τζόκεϊ

✦ άκλ. ουσ. ο επαγγελματίας αναβάτης που διαγωνίζεται σε ιπποδρομίες
✦ είδος καπέλου με μικρό γείσο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.