τζούρα


τζούρα
Προφορά

Ετυμολογία
τζούρα └τουρκ┘cura

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τζούρα

✦ η τελευταία ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο, πριν το σβήσουμε
✦ ρουφηξιά τσιγάρου
✦ μικρή ποσότητα υγρού, γουλιά: δυο τζούρες καφέ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.