τζαναμπέτης
Προφορά
Ετυμολογία
τζαναμπέτης └τουρκ┘cenabet
Ερμηνεία
τζαναμπέτης
✦ -ισσα, -ικο επίθ. κακότροπος, στριμμένος: ο γέρος, με τα χρόνια, γινότανε ολοένα πιο γκρινιάρης, τζαναμπέτης και δύσπιστος (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–