τζαμπατζίδισσα


τζαμπατζίδισσα
Προφορά

Ετυμολογία
τζαμπατζίδισσα └τουρκ┘cabacι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τζαμπατζίδισσα

✦ θηλ. τζαμπατζού κ. τζαμπατζίδισσα πρόσωπο που απολαμβάνει ή επιδιώκει να απολαμβάνει κάτι χωρίς πληρωμή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.