τζακαράντα
Προφορά
Ετυμολογία
τζακαράντα πορτογ. jacaranda
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η τζακαράντα
✦ είδος τροπικού δέντρου με μπλε-μοβ άνθη: έμοιαζε να μας κοιτάζει ανάμεσα από τις τζακαράντες και τους αγάπανθους (Οδ. Ελύτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–