τζάμι
Προφορά
Ετυμολογία
τζάμι └τουρκ┘cam
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τζάμι
✦ γυαλί, υαλοπίνακας, ιδ. πόρτας ή παραθύρου: το περιβόλι… θα το βλέπεις μόνο από το ανοιχτό παράθυρο, πίσω από το θολό τζάμι (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–