τζάκποτ
Προφορά
Ετυμολογία
τζάκποτ └αγγλ┘jackpot
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το τζάκποτ
✦ τα αδιάθετα, επειδή η κλήρωση δεν ανέδειξε τυχερό, κέρδη που προστίθενται σ’ αυτά της επόμενης, μέχρι να αναδειχθεί τυχερός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–