τζάκετ


τζάκετ
Προφορά

Ετυμολογία
τζάκετ └αγγλ┘jacket

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το τζάκετ

✦ μακρύ σακάκι με επένδυση από γούνα ή άλλο υλικό για να προφυλάγει από το κρύο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.