τεχνοκράτισσα
Προφορά
Ετυμολογία
τεχνοκράτισσα τέχνη + κράτος• απόδοση του └αγγλ┘όρου technocrat
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο τεχνοκράτισσα
✦ θηλ. τεχνοκράτισσα επιστήμονας, ο οποίος για τη μελέτη και επίλυση προβλημάτων του οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού χώρου χρησιμοποιεί αυστηρά τα δεδομένα και τις απαιτήσεις της τεχνολογίας, της οικονομίας και της μηχανικής, παραγνωρίζοντας συνήθως τις κοινωνικές επιπτώσεις
✦ οπαδός της τεχνοκρατίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–