τεχνικός
Προφορά
Ετυμολογία
τεχνικός αρχαία ελληνική τεχνικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ τεχνικός -ή, -ό
✦ ο σχετικός με την τέχνη ή την άσκηση κάποιας τέχνης: τεχνικό εργαλείο – τεχνική σχολή – τεχνικοί όροι, (οι καθιερωμένες ονομασίες που αναφέρονται στις λεπτομέρειες τέχνης ή των τεχνών γενικά)
✦ που αποτελεί επίτευγμα της τέχνης: τεχνικό κατόρθωμα – τεχνικό έργο – τεχνική κατασκευή
✦ έντεχνος, περίτεχνος
✦ (ως ουσ.) τεχνικός (ο, η), ο ειδικός σε κάποια τέχνη, ιδ. σε πρακτικές εφαρμογές
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
άτεχνος
Επιρρήματα
τεχνικά (Κ τεχνικώς)