τεχνητός
Προφορά
Ετυμολογία
τεχνητός αρχαία ελληνική τεχνητός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ τεχνητός -ή, -ό
✦ αυτός που δεν υπάρχει εκ φύσεως αλλά κατασκευάζεται ή παράγεται από τον άνθρωπο κατ’ απομίμηση κάποιου αντίστοιχου φυσικού: τεχνητά λουλούδια – τεχνητή λίμνη – τεχνητή μέταξα
✦ (μτφ. ) υποκριτικός |(ιατρ.) για όργανα ή λειτουργίες που μιμούνται τα αντίστοιχα φυσικά: τεχνητός πνεύμονας – τεχνητός νεφρός (συσκευή για αιμοκάθαρση)
✦ τεχνητή αναπνοή, σύνολο χειρισμών για την υποβοήθηση ή επαναφορά της αναπνοής
✦ τεχνητή γλώσσα, επινοημένη γλώσσα για διάφορους επικοινωνιακούς σκοπούς
✦ τεχνητή νοημοσύνη, κλάδος της πληροφορικής που ασχολείται με τη μελέτη της ικανότητας μηχανών να υποδύονται την ανθρώπινη νοητική συμπεριφορά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
τεχνητά (Κ τεχνητώς)