τεχνίτρια


τεχνίτρια
Προφορά

Ετυμολογία
τεχνίτρια μεσαιωνική ελληνική τεχνίτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τεχνίτρια

✦ θηλ. τεχνίτρια (Κ -τις, -ιδος) πρόσωπο που ξέρει και ασκεί μια τέχνη, μάστορας
✦ επιδέξιος σε κάτι, ικανός
✦ (κατ’ επέκτ.) πανούργος, επιτήδειος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.