τετραγωνισμός
Προφορά
Ετυμολογία
τετραγωνισμός αρχαία ελληνική τετραγωνισμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο τετραγωνισμός
✦ μεταβολή γεωμετρικού σχήματος σε τετράγωνο
✦ (μαθημ.) ύψωση αριθμού στο τετράγωνο
✦ τετραγωνισμός του κύκλου, το πρόβλημα κατά το οποίο ζητείται να σχηματισθεί τετράγωνο ισοδύναμο προς δοθέντα κύκλο
✦ (κ. μτφ.) μάταιη απασχόληση σε έργο αδύνατο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–